προσαπερείδομαι

προσαπερείδομαι
ΜΑ
μσν.
(σπάν. το ενεργ.) προσαπερείδω
μτφ. ξεκουράζομαι με κάτι
αρχ.
1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι πιέζοντάς το πάρα πολύ
2. μτφ. βασίζομαι σε κάτι («προσαπερείδοντο ἐπὶ τὰς... συνθήκας», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀπερείδομαι «ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, επαναπαύομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσαπηρεισμέναι — προσαπερείδομαι press forcibly against perf part mp fem nom/voc pl προσαπηρεισμένᾱͅ , προσαπερείδομαι press forcibly against perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαπερείδεται — προσαπερείδομαι press forcibly against pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαπερείδονται — προσαπερείδομαι press forcibly against pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαπηρείδοντο — προσαπερείδομαι press forcibly against imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαπήρεισε — προσαπερείδομαι press forcibly against aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”