- προσαπερείδομαι
- ΜΑμσν.(σπάν. το ενεργ.) προσαπερείδωμτφ. ξεκουράζομαι με κάτιαρχ.1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι πιέζοντάς το πάρα πολύ2. μτφ. βασίζομαι σε κάτι («προσαπερείδοντο ἐπὶ τὰς... συνθήκας», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀπερείδομαι «ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, επαναπαύομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.